εὐγενέστατος

εὐγενέστατος
εὐγενής
well-born
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • благородьнѣи — (7) сравн. степ. к благородьныи: ѡ мужи роумьстии. и прм҃дрии. и инѣхъ всѣ(х) бл҃городнеишии. КР 1284, 269в; мирьскоѥ величаниѥ ѥсть. ѥгда кто величаѥтсѩ на брата своѥго. ˫ако же богатѣи ˫ако крашии. ли добрѣѥ смыслѩ. ли бл҃городнѣи ѥго.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… …   Dictionary of Greek

  • τρισευγενής — ές, Μ ευγενέστατος, με πάρα πολύ ευγενή καταγωγή, με πολύ ανώτερη γενιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + εὐγενής] …   Dictionary of Greek

  • τρισευγενικός — ή, ό, Ν [τρισεύγενος] ο πάρα πολύ ευγενικός, ευγενέστατος …   Dictionary of Greek

  • ԱԶԱՏԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0005 Chronological Sequence: 6c ա. εὑγενέστατος , nobilisimus Ազատ յազատաց. կարի ազնուական. դիւցազն՝ իբրեւ Միհր աստուածն պարսից. *Մարս պարսիկք զիւրեանցն՝ առնեն կանայս, եւ որք ʼի սոցանէն ծնանին՝ ազատակս համարին, եւ թագաւորութեան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • τρισεύγενος — η, ο πολύ ευγενικός, ευγενέστατος: Έχει καλή ανατροφή, είναι τρισεύγενη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”